Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ |
-Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά, τον Βασιλέα, |
ή μήπως και σε φάνηκε, σαν όνειρο, να πούμε, |
σαν παραμύθι τάχα ; |
-Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα, |
πα να γενώ εκατό χρονώ, κι' ακόμα το θυμούμαι, |
σαν νάταν χτες μονάχα. |
Στην Πόλη, στην Χρυσόπορτα, στον πύργον από κάτου, |
είν' ένα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σαν παλάτι, |
σαν άγιο παρακκλήσι; |
Κανένας Τούρκος δεν μπορεί να κρατηθή κοντά του, |
κανείς της σιδερόπορτας ναύρη το μονοπάτι, |
να πα να το μηνύση. |
Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας που το ξέρει, |
περνά π' αυτού κρυφά κρυφά και τον σταυρό του κάνει |
με φόβο και μ' ελπίδα. |
Έτσι κι' εγώ, βαστούμενη στο πατρικό μου χέρι, |
επήγα και προσκύνησα. Και εδ' αυτού μ' εφάνη- |
Όχι μ' εφάνη ! Είδα : |
Μέσ' στο σκοτάδι το βαθύ έν' άστρο, σαν λυχνάρι, |
σαν μία φλόγα μυστική, απ' τον Θεό αναμμένη. |
γαλάζια λάμψι χύνει. |
Και φέγγει την λευκόχλωμη του Βασιλέως χάρι, |
που με κλεισμένα βλέφαρα εξαπλωμένος μένει |
στην αργυρή του κλίνη. |
-Απέθανε, γιαγιά ; -Ποτέ, παιδάκι μου ! Κοιμάται, |
κοιμάται μόνο ! Την χρυσή κορώνα στο κεφάλι, |
το σκήπτρο του στο χέρι. |
Και, σαν παληοί του σύντροφοι, πιστοί του |
παραστάται, στα στήθη τ' ο Σταυραετός, στα πόδια του |
προβάλλει δικέφαλο Ξαφτέρι. |
Επάν' απ' το κεφάλι του, η ασπίδα παραστέκει, |
κι' εκεί που το χρυσόπλεκτο, το ψηφωτό ζωνάρι |
την μέση του κατέχει, |
σαν αστραπή π' απέμεινε χωρίς αστροπελέκι, |
σαν αστραπή π' απέμεινε χωρίς αστροπελέκι, |
ζερβιά, ως κάτου κρέμεται τ' αστραφτερό θηκάρι- |
μέσα σπαθί δεν έχει ! |
-Γιατί, γιαγιά; Πού είναι το; -Βαμμένο μέσ' στο αίμα, |
ακόμ' ως τώρα βρίσκεται σ' ενός αγγέλου χέρι, |
στον ουρανό επάνου. . . . |
Ήτανε τότε που η Τουρκιά την Πόλην επολέμα. |
Μέσα μια φούχτα ελεύθεροι, απ' έξω μύριο ασκέρι, |
οι σκλάβοι του Σουλτάνου. |
Κι' ο Μωχαμέτ ο ίδιος του πα στ' άγριο του άτι |
-Δός μου της Πόλης τα κλειδιά! του Κωνσταντίνου κράζει, |
και το σπαθί σου δος μου ! |
-Έλα και πάρ' τα! λέγ' αυτός, του Τούρκου του μουχτάτη |
Εγώ δεν δίνω τίποτε! Τίποτ' ενόσω βράζει |
μια στάλλα γαίμα εντός μου !- |
Κι' επρόβαλαν τα λάβαρα, κι' αρχίνησεν η μάχη ! |
Σαράντα μέραις πολεμούν, σαράντα μερονύχτια |
χτυπιούνται και χτυπούνε, |
οι Τούρκοι σαν τα κύματα κι' οι Χριστιανοί σαν βράχοι. |
Κι' ούτε των Φράγκων προδοσιαίς, ούτε των φλάρων δίχτυα |
τον Βασιλέα σειούνε. |
Απ' ταις σαράντα κι' ύστερα Θεός τον παραγγέλλει. |
-Για του λαού τα κρίματα, είναι γραφτό να γείνη, |
προσκύνα τον Σουλτάνο !- |
Μ' αυτός, το χέρι στο σπαθί, πεισμόνεται, δεν θέλει ! |
-Πριν μπρος σε Τούρκο τύραννο το γόνατό μου κλίνη, |
πες κάλλιο ν' αποθάνω !- |
Έξ' απ' το κάστρο χύνεται με σπάθα γυμνωμένη, |
και σφάζει Τούρκων κατοσταίς κι' αγαρινών χιλιάδες- |
Εκείνος κι' ο στρατός του. |
Μα ήτ' ολίγος ο στρατός, κι' οι πρώτοι λαβωμένοι ! |
Έπεσαν τ' αρχοντόπουλα έφυγαν οι Ρηγάδες, |
κι' απέμεινεν ατός του. |
Όσο τον ζώνουν τα σκυλιά, τόσο χτυπά και σφάζει, |
σαν πληγωμένος λέοντας, σαν τίγρη της ερήμου, |
που τα παιδιά της σκώσουν. |
Μα κει του πέφτει τ' άλογο ! Και πέφτ' αυτός και κράζει. |
-Δεν βρίσκετ' ένας Χριστιανός να πάρ' την κεφαλή μου, |
πριν παν και με σκλαβώσουν;- |
Μια τρίχα και τον σκότωνεν Αράπικη λεπίδα ! |
Μα δεν το ήθελ' ο Θεός. Δεν ήθελε ν' αφίση |
των Χριστιανών το Γένος |
αιώνια δίχως βασιλιά κι' ελευθεριάς ελπίδα. |
Γι' αυτό προστάζ' έν' άγγελο να πα να τον βοηθήση, |
σαν ήταν κυκλωμένος. |
Κι' αυτός τον Μαύρο λακπατά, τον Βασιλέ γλυτώνει. |
το κοφτερό του το σπαθί του παίρν' από το χέρι, |
τους Τούρκους διασκορπίζει. |
Πα στα λευκά του τα φτερά τον Βασιλέα σκώνει, |
μέσ' στο πλατύ το σπήλαιο, που σ' είπα, τόνε φέρει, |
κι' εκεί τόνε κοιμίζει.- |
-Και τώρα πια δεν ειμπορεί, γιαγιάκα, να ξυπνήση; |
-Ω βέβαια ! Καιρούς καιρούς, σηκώνει το κεφάλι, |
στον ύπνο τον βαθύ του, |
και βλέπ' αν ήρθεν η στιγμή, πώχ' ο Θεός ορίσει, |
και βλέπ' αν ήρθ' ο άγγελος για να του φέρη πάλι |
το κοφτερό σπαθί του. |
-Και θάρθη, ναι, γιαγιάκα μου; -Θάρθη, παιδί μου, θάρθη. |
Και όταν έρθη, τι χαρά στην γη, στην οικουμένη, |
σ' όποιους θα ζούνε τότε ! |
Διπλό, τριπλό θα πάρουμεν αυτό που μας επάρθη, |
κι' η Πόλη, κι' η Αγιασοφιά δική μας θένα γένη. |
-Πότε, γιαγιά μου ; Πότε ; |
-Όταν τρανέψης, γυόκα μου, κι' αρματωθής και κάμης |
τον όρκο στην Ελευθεριά, συ κι' όλ' η νεολαία, |
να σώσετε την χώρα. |
Τότε θε νάρθ' ο άγγελος κι' αγγελικαί δυνάμεις, |
να μπούνε, να ξυπνήσουνε, να πουν στον Βασιλέα, |
πως ήλθε πια η ώρα ! |
Κι' ο Βασιλές θα σηκωθή, την σπάθα του θα δράξη, |
και, στρατηγός σας, θε να μπη στο πρώτο του βασίλειο |
τον Τούρκο να χτυπήση. |
Και χτύπα, χτύπα θα τον πα μακρά να τον πετάξη, |
πίσω στην Κόκκινη Μηλιά, και πίσ' από τον ήλιο, |
που πια να μη γυρίση ! |