Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

κλέφτης έρωτας

Κοιμήσου εδώ, αλλού μην πας.
Θέλω να δω ποιον θες, ποιον αγαπάς.
Τους χάρτες άπλωσα
να ονειρευτείς μια χώρα για μας.

Κοιμήσου εδώ κι εγώ θα βρω
των πειρατών το θησαυρό,
μες στο βυθό ζαφείρια και σταυρό
για σένα.

Κι ας έρθουν και στρατιές, σειρήνες και φωτιές
κι ας λιώσουν τα φτερά λόγω φιλιού
κι ας με βρει παγωνιά κελιού.

Είμαι εγώ αγέρας, κλέφτης έρωτας,
στόχος είμαι σφαίρας, αχ, μη μ' αγαπάς,
αχ, μη μ' αγαπάς.
Θεέ μου, τι σου λέω κι έχει πάει τρεις,
όσο και να φταίω, "φεύγω" μη μου πεις,
"φεύγω" μη μου πεις.

Κοιμήσου εδώ, αλλού μην πας.
Θέλω να δω ποιον θες, ποιον αγαπάς.
Τα στόρια έκλεισα,
δεν θα μας δει κανένας μαζί.

Κοιμήσου απόψε εδώ,
μην πας ξανά εκεί,
θα ψάξω για τους δυο
κι ως το πρωί
θα 'χω βρει και για μας Θεό.

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Ξενιτεμένο μου πουλί

Ξενιτεμένο μου πουλί
εκεί στα ξένα που `σαι
σου στέλνω μήλο σέπεται
κυδώνι μαραγκιάζει

Σου στέλνω και το δάκρυ μου
σ’ ένα μικρό μαντίλι
το δάκρυ μου είναι καφτερό
και καίει το μαντίλι

Ξενιτεμένο μου πουλί
εκεί στα ξένα που `σαι
ξένοι σου πλένουν τα σκουτιά
ξένοι στα σαπουνίζουν

Στα πλένουν μια στα πλένουν δυο
στα πλένουν τρεις και πέντε
κι από τις πέντε κι ύστερα
τα ρίχνουν στο σοκάκι

Πάρε ξένε μ’ τα ρούχα σου
πάρε και τα σκουτιά σου
και σύρε στην πατρίδα σου
σε καρτερεί η φαμελιά σου.

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Γιατί μ’ αγάπησες Μαρία Πολυδούρη


Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Το γαλάζιο δώρο Ν. Λυγερός

Πάνω στα πέταλά τους
ένας αόρατος ιππόκαμπος
είχε αφήσει τα ίχνη του.
Ξέχασε την αρμύρα
στη χαραυγή των λουλουδιών
κι εκείνα είδαν το όνειρο
της θάλασσας.

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Πάλι ὁ οὐρανός...ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ Γ


Πάλι ὁ οὐρανὸς ἀνοίγει ἐδῶ τὴν πύλη.
Πάλι σηκώνει τὴ σημαία
Ἐμεῖς μπαίνουμε χωρὶς φόβο
Τὰ μάτια τὰ πουλιὰ μαζί μας μπαίνουν
Ἀστράφτει ἡ πολιτεία ἀστράφτει ὁ νοῦς μας
Ἡ φαντασία τοὺς κήπους πλημμυράει
Εἶναι παιδιὰ ποὺ στέκονται στὶς βρύσες
Κορυδαλλοὶ στοὺς ὄρθρους ἀκουμπᾶνε
Στὶς λεμονιὲς ἄγγελοι χορτάτοι
Εἶναι ἀηδόνια ποὺ παντοῦ ξυπνᾶνε
Φλογέρες παίζουν ἔντομα βουίζουν
Εἶναι τραγούδια ἡ στάχτη τῶν νεκρῶν
Καὶ οἱ νεκροὶ κάπου ἀναγεννιοῦνται πάλι
Ὁλοῦθε μᾶς μαζεύει ὁ Θεὸς
Ἔχουμε χέρια καθαρὰ καὶ πᾶμε.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Ο Βόσπορος και η Πόλη


-«Πες μου, κυρά μου ζηλευτή, πεντάμορφη κυρά μου,
γιατί ποτίζεις δάκρυα τα γαλανά νερά μου;
Σαν τι ‘ναι, που μου ζήτησες κι εγώ να μην το φέρω
μήπως σ' ελύπησα ο φτωχός και δίχως να το ξέρω;
Στα κάτασπρα τα πόδια σου δεν πέρασε ημέρα,
που να μη σούφερα σκυφτός δώρ' απ' τον κόσμο πέρα.
Πες μου, λοιπόν, γιατί μου κλαις, πεντάμορφη κυρά μου;
Γιατί ποτίζεις δάκρυα τα γαλανά νερά μου;»
-Στα κάτασπρα τα πόδια μου δεν πέρασεν ημέρα,
που να μην έφερες σκυφτός δώρ' απ' τον κόσμο πέρα!
Μόν' ένα δώρο ολημερίς κι ολονυχτίς προσμένω
Κι ακόμα δεν μου το ‘φερε το κύμα σ' τ' αφρισμένο.
Μόν' ένα δώρα λαχταρούν τα μάτια μου και κλαίνε,
«Ατίμητο στ' ατίμητα, Ελευθεριά, το λένε!»

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Prayers of Thanksgiving

O Lord my Savior and my Master, I, Thine unprofitable servant, with fear and trembling give thanks unto Thy loving goodness for all Thy benefits which Thou hast poured so abundantly upon me, Thy servant. I fall down in adoration before Thee and offer Thee, O god, my praises; with fervor I cry to Thee: O God, deliver me henceforth from all adversities and mercifully fulfill in me such of my desires as may be expedient for me. Hear me, I entreat Thee, and have mercy, for Thou art the Hope of all the ends of the earth, and unto Thee, with the Father, and the Holy Spirit, be ascribed glory, now and ever, and unto ages of ages. Amen.
I praise Thee, O God of our Fathers, I hymn Thee, I bless Thee, I give thanks unto thee for Thy great and tender mercy. To Thee I flee, O merciful and mighty God. Shine into my heart with the True Sun of Thy righteousness. Enlighten my mind and keep all my senses, that henceforth I may walk uprightly and keep Thy commandments, and may finally attain unto eternal life, even to Thee, Who art the source of life, and be admitted to the glorious fruition of Thy inaccessible Light. For Thou art my God, and unto Thee, O Father, Son and Holy Spirit, be ascribed glory, now and ever and unto ages of ages. Amen.

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Ἂν πεῖς πάλι σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, τοὺς φτωχούς, νὰ περάσει μισὴ ὥρα μὲ τὴν παρέα τῶν κοσμικῶν, καλύτερα ἔχει νὰ τὸ βάλεις στὸ μπουντρούμι, παρὰ νὰ βλέπει καὶ ν᾿ ἀκούγει ἐκεῖνα τὰ ψεύτικα κομπλιμέντα, τὶς ἀνάλατες συζητήσεις, τὰ κρύα χωρατά. Στὴ συναναστροφὴ ποὺ κάνουνε αὐτοὶ οἱ ψευτισμένοι, θαρρεῖς πὼς τοὺς χωρίζει ἕνας τοῖχος τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ποὺ ζοῦνε μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, νοιώθουνε πὼς οἱ καρδιὲς τοὺς γίνονται ἕνα, πὼς ἀκουμπᾶ ὁ ἕνας ἀπάνω στὸν ἄλλον καὶ ξεκουράζεται. Ἀγαπᾶ καὶ ἀγαπιέται, χαίρεται καὶ δίνει χαρά. Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν σαρκικῶν ἀνθρώπων στέκεται ὁ διάβολος καὶ τοὺς κάνει νὰ μιλᾶνε ὁλοένα γιὰ λεφτὰ καὶ γιὰ τὰ ὅμοια, γιὰ νὰ μὴ γροικήσουνε οὔτε τὸ φαγὶ ποὺ τρῶνε. Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν ταπεινῶν στέκεται ὁ Θεός, κι᾿ ὅλα εἶνε εὐλογημένα.
Πετάξετε ἀπὸ πάνω σας τὴν ψευτιά. Ἀνοίξετε τὰ πανιά, νὰ τὰ φουσκώσει ὁ καθαρὸς ἀγέρας τοῦ πελάγου. Νὰ δροσισθεῖ ἡ ψυχή σας, νὰ νοιώσετε πὼς ζητᾶ ἀληθινὰ κι᾿ ὄχι ψεύτικα.

( Απόσπασμα από κεφάλαιο του βιβλίου «Ευλογημένο Καταφύγιο», εκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ»)

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Πικραμένος αναχωρητής


Θα φύγω σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό λιθάρι
να στήσω το κρεβάτι μου κοντά στη νερομάνα
του κόσμου που βροντοχτυπούν οι χοντρές φλέβες του ήλιου,
ν' απλώσω εκεί την πίκρα μου, να λυώσει όπως το χιόνι.
Μήν πιάνεσαι απ' τους ώμους μου και στριφογυρίζεις
άνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αυγερινέ μου!
Φέξε το ποροφάραγκο! Βοήθα ν' ανηφορήσω!
Φέρνω ζαλιά στις πλάτες μου τα χέρια των νεκρών!
Στη μια μεριά έχω τα όνειρα, στην άλλη τις ελπίδες!
Κι ανάμεσα στις δυο ζαλιές το ματωμένο στέφανο!
Μη με ρωτάς καλέ μου αϊτέ, μη με ξετάζεις ήλιε μου!
Ρίχτε στο δρόμο συννεφιά να μη γυρίσω πίσω!
Κυττάχτηκα μες στο νερό, έκατσα και λογάριασα,
ζύγιασα το καλό και το κακό του κόσμου. Κι αποφάσισα,
να γίνω το μικρότερο αδερφάκι των πουλιών!

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Κόκκινα χείλη φίλησα Παραδοσιακό

Κόκκιν' αχείλι εφίλησα
κι έβαψε το δικό μου

και στο μαντίλι το 'συρα
κι έβαψε το μαντίλι

και στο ποτάμι το 'πλυνα
κι έβαψε το ποτάμι

κι έβαψε η άκρη του γιαλού
κι η μέση του πελάγου

κατέβη αϊτός να πιει νερό
κι έβαψαν τα φτερά του

κι έβαψε ο ήλιος ο μισός
τ' ολόγιομο φεγγάρι

κόκκιν' αχείλι εφίλησα
κι έβαψε το δικό μου

ΚΟΚΚΙΝΑ ΧΕΙΛΗ ΦΙΛΗΣΑ

Κόκκινα χείλη φίλησα
Βάψανε τα δικά μου
Γι’ αγάπη εγώ σου μίλησα
Και για καημό η καρδιά μου

Πλατύ ποτάμι η αγάπη μας
Πλατιές της γης οι στράτες
Είναι στρωμένες με καημούς
Μα και χαρά γεμάτες

Πως ήρθες κι’ ανταμώσαμε
Κι’ έγινες τα’ όνειρό μου
Και πως τα χέρια δώσαμε
Βαθύ παράπονο μου

Πλατύ ποτάμι η αγάπη μας
Πλατιές της γης οι στράτες
Είναι στρωμένες με καημούς
Μα και χαρά γεμάτες

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Γέρων Πορφύριος

1. Τό πρῶτο πού θά σκεφθεῖς, ὅταν ξυπνᾶς εἶναι ἡ σκέψη τοῦ... Χριστοῦ. Νά στρέψουμε τόν νοῦ μας στόν Χριστό. Ὁ Γέρων Πορφύριος ἔλεγε: "Μήν ἀσχολεῖσαι μέ τό σκοτάδι, ἄνοιξε τό παράθυρο στό φῶς".

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Τάσος Λειβαδίτης

κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε...                                  Τάσος Λειβαδίτης

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Ο    ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ     ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

Ο    ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ     ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
-Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά, τον Βασιλέα,
ή μήπως και σε φάνηκε, σαν όνειρο, να πούμε,  
         σαν παραμύθι τάχα ;
-Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
πα να γενώ εκατό χρονώ, κι' ακόμα το θυμούμαι,
         σαν νάταν χτες μονάχα.
Στην Πόλη, στην Χρυσόπορτα, στον πύργον από κάτου,
είν' ένα σπήλαιο πλατύ, στρωμένο σαν παλάτι,
         σαν άγιο παρακκλήσι;
Κανένας Τούρκος δεν μπορεί να κρατηθή κοντά του,
κανείς της σιδερόπορτας ναύρη το μονοπάτι,
         να πα να το μηνύση.
Μόνο κανένας Χριστιανός, κανένας που το ξέρει,
περνά π' αυτού κρυφά κρυφά και τον σταυρό του κάνει
         με φόβο και μ' ελπίδα.                                   
Έτσι κι' εγώ, βαστούμενη στο πατρικό μου χέρι,
επήγα και προσκύνησα. Και εδ' αυτού μ' εφάνη-            
         Όχι μ' εφάνη ! Είδα :
Μέσ' στο σκοτάδι το βαθύ έν' άστρο, σαν λυχνάρι,
σαν μία φλόγα μυστική, απ' τον Θεό αναμμένη.
         γαλάζια λάμψι χύνει.
Και φέγγει την λευκόχλωμη του Βασιλέως χάρι,
που με κλεισμένα βλέφαρα εξαπλωμένος μένει
         στην αργυρή του κλίνη.
-Απέθανε, γιαγιά ; -Ποτέ, παιδάκι μου ! Κοιμάται,
κοιμάται μόνο ! Την χρυσή κορώνα στο κεφάλι,        
         το σκήπτρο του στο χέρι.
Και, σαν παληοί του σύντροφοι, πιστοί του
παραστάται, στα στήθη τ' ο Σταυραετός, στα πόδια του
         προβάλλει δικέφαλο Ξαφτέρι.
Επάν' απ' το κεφάλι του, η ασπίδα παραστέκει,
κι' εκεί που το χρυσόπλεκτο, το ψηφωτό ζωνάρι
         την μέση του κατέχει,
σαν αστραπή π' απέμεινε χωρίς αστροπελέκι, 
σαν αστραπή π' απέμεινε χωρίς αστροπελέκι,
ζερβιά, ως κάτου κρέμεται τ' αστραφτερό θηκάρι-
μέσα σπαθί δεν έχει !
-Γιατί, γιαγιά; Πού είναι το; -Βαμμένο μέσ' στο αίμα,
ακόμ' ως τώρα βρίσκεται σ' ενός αγγέλου χέρι,
στον ουρανό επάνου. . . .
Ήτανε τότε που η Τουρκιά την Πόλην επολέμα.
Μέσα μια φούχτα ελεύθεροι, απ' έξω μύριο ασκέρι,
οι σκλάβοι του Σουλτάνου.
Κι' ο Μωχαμέτ ο ίδιος του πα στ' άγριο του άτι
-Δός μου της Πόλης τα κλειδιά! του Κωνσταντίνου κράζει,
και το σπαθί σου δος μου !
-Έλα και πάρ' τα! λέγ' αυτός, του Τούρκου του μουχτάτη
Εγώ δεν δίνω τίποτε! Τίποτ' ενόσω βράζει
μια στάλλα γαίμα εντός μου !-
Κι' επρόβαλαν τα λάβαρα, κι' αρχίνησεν η μάχη !
Σαράντα μέραις πολεμούν, σαράντα μερονύχτια
χτυπιούνται και χτυπούνε,
οι Τούρκοι σαν τα κύματα κι' οι Χριστιανοί σαν βράχοι.
Κι' ούτε των Φράγκων προδοσιαίς, ούτε των φλάρων δίχτυα
τον Βασιλέα σειούνε.
Απ' ταις σαράντα κι' ύστερα Θεός τον παραγγέλλει.
-Για του λαού τα κρίματα, είναι γραφτό να γείνη,
προσκύνα τον Σουλτάνο !-
Μ' αυτός, το χέρι στο σπαθί, πεισμόνεται, δεν θέλει !
-Πριν μπρος σε Τούρκο τύραννο το γόνατό μου κλίνη,
πες κάλλιο ν' αποθάνω !-
Έξ' απ' το κάστρο χύνεται με σπάθα γυμνωμένη,
και σφάζει Τούρκων κατοσταίς κι' αγαρινών χιλιάδες-
Εκείνος κι' ο στρατός του.
Μα ήτ' ολίγος ο στρατός, κι' οι πρώτοι λαβωμένοι !
Έπεσαν τ' αρχοντόπουλα έφυγαν οι Ρηγάδες,
κι' απέμεινεν ατός του.
Όσο τον ζώνουν τα σκυλιά, τόσο χτυπά και σφάζει,
σαν πληγωμένος λέοντας, σαν τίγρη της ερήμου,
που τα παιδιά της σκώσουν.
Μα κει του πέφτει τ' άλογο ! Και πέφτ' αυτός και κράζει.
-Δεν βρίσκετ' ένας Χριστιανός να πάρ' την κεφαλή μου,
πριν παν και με σκλαβώσουν;-
Μια τρίχα και τον σκότωνεν Αράπικη λεπίδα !
Μα δεν το ήθελ' ο Θεός. Δεν ήθελε ν' αφίση
των Χριστιανών το Γένος
αιώνια δίχως βασιλιά κι' ελευθεριάς ελπίδα.
Γι' αυτό προστάζ' έν' άγγελο να πα να τον βοηθήση,
σαν ήταν κυκλωμένος.
Κι' αυτός τον Μαύρο λακπατά, τον Βασιλέ γλυτώνει.
το κοφτερό του το σπαθί του παίρν' από το χέρι,
τους Τούρκους διασκορπίζει.
Πα στα λευκά του τα φτερά τον Βασιλέα σκώνει,
μέσ' στο πλατύ το σπήλαιο, που σ' είπα, τόνε φέρει,
κι' εκεί τόνε κοιμίζει.-
-Και τώρα πια δεν ειμπορεί, γιαγιάκα, να ξυπνήση;
-Ω βέβαια ! Καιρούς καιρούς, σηκώνει το κεφάλι,
στον ύπνο τον βαθύ του,
και βλέπ' αν ήρθεν η στιγμή, πώχ' ο Θεός ορίσει,
και βλέπ' αν ήρθ' ο άγγελος για να του φέρη πάλι
το κοφτερό σπαθί του.
-Και θάρθη, ναι, γιαγιάκα μου; -Θάρθη, παιδί μου, θάρθη.
Και όταν έρθη, τι χαρά στην γη, στην οικουμένη,
σ' όποιους θα ζούνε τότε !
Διπλό, τριπλό θα πάρουμεν αυτό που μας επάρθη,
κι' η Πόλη, κι' η Αγιασοφιά δική μας θένα γένη.
-Πότε, γιαγιά μου ; Πότε ;
-Όταν τρανέψης, γυόκα μου, κι' αρματωθής και κάμης
τον όρκο στην Ελευθεριά, συ κι' όλ' η νεολαία,
να σώσετε την χώρα.
Τότε θε νάρθ' ο άγγελος κι' αγγελικαί δυνάμεις,
να μπούνε, να ξυπνήσουνε, να πουν στον Βασιλέα,
πως ήλθε πια η ώρα !
Κι' ο Βασιλές θα σηκωθή, την σπάθα του θα δράξη,
και, στρατηγός σας, θε να μπη στο πρώτο του βασίλειο
τον Τούρκο να χτυπήση.
Και χτύπα, χτύπα θα τον πα μακρά να τον πετάξη,
πίσω στην Κόκκινη Μηλιά, και πίσ' από τον ήλιο,
που πια να μη γυρίση !